εμπολώ

εμπολώ
(-άω) (AM ἐμπολῶ, -άω
α και -έω)
μσν.
δίνω, προσφέρω
αρχ.
1. συσσωρεύω πλούτη, κερδίζω από το εμπόριο
2. αποφέρω κέρδη
3. κερδίζω κάτι, αποκτώ
4. εμπορεύομαι
5. αγοράζω («λαθραίαν ἐμπολωμένη Κύπριν», Ευριπ.)
6. επωφελούμαι από την ψυχική κατάσταση κάποιου για να κερδίσω χρήματα («ὡς μὴ 'μπολήσων ἴσθι τὴν ἐμὴν φρένα» — να ξέρεις ότι δεν θα εμπορευθείς το φρόνημά μου, Σοφ.)
7. (απολ.) πουλώ
8. μτφ. κάνω ή κατορθώνω, τελειώνω κάτι με επιτυχία
9. παίρνω το κέρδος που επιθυμώ («ἆρ' ἠμπόληκας ὥσπερ ἡ φάτις κρατεῑ;», Σοφ.)
10. οργώνω
11. ιατρ. έχω βελτίωση
12. (κατά τον Ησύχ.) ἐμπολῶντο
ἐνεβάλλοντο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐμπολῶ — ἐμπολάω get by barter pres imperat mp 2nd sg ἐμπολάω get by barter pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐμπολάω get by barter pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐμπολάω get by barter pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐμπολάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπολῷ — ἐμπολάω get by barter pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απεμπολώ — (AM ἀπεμπολῶ, άω Α κ. έω) [εμπολώ] ξεπουλάω κάτι, παραχωρώ κάτι με αθέμιτα ανταλλάγματα αρχ. 1. απάγω 2. προδίδω 3. οἱ ἀπεμπολώμενοι αυτοί που αγοράζονται για να πουληθούν ως δούλοι …   Dictionary of Greek

  • διεμπολώ — διεμπολῶ ( άω) (Α) [εμπολώ] 1. πωλώ σε διάφορους ή σε κομμάτια 2. γεν. εμπορεύομαι 3. προδίνω, απατώ 4. για γάμο που συμφωνήθηκε σε εμπορική βάση …   Dictionary of Greek

  • εμπολή — και αμπολή, η (AM ἐμπολή) νεοελλ. 1. αυλάκι με το οποίο διοχετεύεται το νερό για άρδευση ή σε δεξαμενή μύλου, χαντάκι, οχετός, λούκι, κν. αμπολή 2. αρδευτικό φράγμα 3. πρόχειρο άνοιγμα τοίχου που χρησιμεύει ως διάβαση μσν. εισαγωγή εμπορεύματος… …   Dictionary of Greek

  • παρεμπολώ — άω, Α 1. εισάγω κάτι κρυφά ή με τρόπο ψευδή («παρημπολημένος πολίτης» παρείσακτος, ο ψευδώς εγγεγραμμένος πολίτης, Κωμ. Αδέσπ.) 2. κλείνω μυστική συμφωνία («γάμους παρεμπολῶντι» κοντά στον νόμιμο γάμο συνάπτω και άλλον, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • προσεμπολώ — άω, Μ προσλαμβάνω, κερδίζω επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμπολῶ «κερδίζω, αποκτώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνεμπολώ — άω, Μ πουλώ μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐμπολῶ «πουλώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”